- αχλυηφόρος
- ἀχλυηφόρος, -ον (Α)αυτός που φέρνει αχλύ, σκοτάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… … Dictionary of Greek